- οπτασία
- η видение; призрак; мираж
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
ὀπτασία — ὀπτασίᾱ , ὀπτασία vision fem nom/voc/acc dual ὀπτασίᾱ , ὀπτασία vision fem nom/voc sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὀπτασίᾳ — ὀπτασίαι , ὀπτασία vision fem nom/voc pl ὀπτασίᾱͅ , ὀπτασία vision fem dat sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
οπτασία — η (ΑΜ ὀπτασία) [οπτάζομαι] 1. όραμα, θέα, θέαμα 2. μορφή που εμφανίζεται κατά τη διάρκεια τού ύπνου κάποιου ή στη φαντασία του ή σε κατάσταση έκστασης αρχ. 1. εμφάνιση, παρουσία 2. (κατά τον Ησύχ.) «θεωρία, φαντασία» … Dictionary of Greek
οπτασία — η το όραμα που βλέπουμε με τη φαντασία ή σε κατάσταση έκστασης, αλλ. ψευδαίσθηση … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ὀπτασίας — ὀπτασίᾱς , ὀπτασία vision fem acc pl ὀπτασίᾱς , ὀπτασία vision fem gen sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὀπτασίαι — ὀπτασία vision fem nom/voc pl ὀπτασίᾱͅ , ὀπτασία vision fem dat sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὀπτασίαν — ὀπτασίᾱν , ὀπτασία vision fem acc sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὀπτασιῶν — ὀπτασία vision fem gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὀπτασίαις — ὀπτασία vision fem dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὀπτασίην — ὀπτασία vision fem acc sg (epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ύπαρ — και αιολ. τ. ἴπαρ, αρος, τὸ, Α (συν. άκλ.) 1. οπτασία, όραμα που βλέπει κανείς ξύπνιος, σε κατάσταση εγρήγορσης, σε αντιδιαστολή προς το ὄναρ («ἵνα ὕπαρ ἀντ ὀνείρατος ἡμῑν γίγνηται», Πλάτ.) 2. (ως επίρρ.) α) σε κατάσταση εγρήγορσης β) πράγματι,… … Dictionary of Greek